παιδικοῖς

παιδικοῖς
παιδικόν
of a child
neut dat pl
παιδικός
of a child
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • пыня — м., ж. чванливый, надутый человек , ср. лит. pūnė̃ тупой конец яйца , лтш. puns, pune возвышение, шишка , раunа череп , греч. (лакон.) πουνιάζειν ̇ παιδικοῖς χρῆσθαι (Гесихий), др. инд. рūlаs связка (М.–Э. 3, 128; Буга, РФВ 67, 243). Напротив,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πουνιάζειν — Α [πούνιον] (κατά τον Ησύχ.) «παιδικοῑς χρῆσθαι» …   Dictionary of Greek

  • πύννος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πρωκτός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν ) αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. πύματος, ενώ κατ άλλη άποψη η λ. συνδέεται με τον τ. πυγή* «οπίσθια» και… …   Dictionary of Greek

  • σιφνιάζω — Α [Σίφνιος] συμπεριφέρομαι σαν Σίφνιος, μιμούμαι τους Σιφνίους («σιφνιάζειν καταδακτυλίζειν διαβέβληνται γὰρ οἱ Σίφνιοι ὡς παιδικοῑς χρώμενοι σιφνιάσαι οὖν τὸ σκιμαλίσαι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”